- μονόφορβος
- μονόφορβος, -ον (Α)αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβοςμόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύ-φορβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονόφορβος — grazing alone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)